πευκόσκιον, τὸν
Ερμηνεία:
[πευκόσκιος, -ος, -ον (αυτός που καλύπτεται από τη σκιά πεύκων)]
Ετυμολογία:
[ο πεύκος (κωνοφόρο δένδρο < (Όμηρ.) η πεύκη) + σκιά]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|